σημαία

σημαία
Τίτλος ελληνικών εφημερίδων. Με τον τίτλο αυτό κυκλοφόρησαν εφημερίδες το 1871 (Αθήνα και Λευκάδα), 1875 (Ερμούπολη), 1880 (Αθήνα), 1882 (Χαλκίδα) 1885 (Βόλος), 1886 (Αθήνα), 1887 (Αθήνα) 1905 (Νέα Υόρκη), 1908 (Καβάλα), 1913 (Αθήνα, Καλαμάτα) και 1918 (Πειραιάς).
* * *
η, ΝΜΑ, και σημεία ΜΑ, και σημέα Α
νεοελλ.
1. κομμάτι από ύφασμα με τα διακριτικά χρώματα και τα εμβλήματα κράτους, κόμματος, συλλόγου ή άλλου συνόλου, κν. φλάμπουρο
2. φρ. α) «γαλανόλευκη σημαία» — η ελληνική σημαία
β) «λευκή σημαία» — σύμβολο ανακωχής
γ) «κόκκινη σημαία»
i) σύμβολο κοινωνικών αγώνων και επαναστάσεων, καθώς και τών επαναστατικών κομμάτων και ιδίως τού κομμουνιστικού
ii) η κρατική σημαία τής ΕΣΣΔ από το 1918 ώς το 1991
δ) «μαύρη σημαία»
i) σύμβολο εξέγερσης απελπισμένων
ii) έμβλημα πειρατών
iii) σύμβολο αναρχικών
iv) σύμβολο πολέμου μέχρις εσχάτων
ε) «σημαία ευκαιρίας»
ναυτ. σημαία κράτους τού οποίου οι νόμοι αλλά και η πολιτική διευκολύνουν τη νηολόγηση πλοίων ξένης ιδιοκτησίας παρέχοντας ευνοϊκότατη φορολογική κ.ά. μεταχείριση ώς το σημείο πλήρους ασυδοσίας
στ) «προσβολή σημαίας» — το αδίκημα τής περιύβρισης τού συμβόλου κυριαρχίας ενός κράτους
ζ) «ύψωσε την σημαία τής ανταρσίας [ή τής επανάστασης]» — στασίασε, επαναστάτησε
η) «καλούμαι υπό τας σημαίας» — επιστρατεύομαι
θ) «τάσσομαι υπό την σημαία κόμματος [ή παράταξης]» — προσχωρώ σε κόμμα ή παράταξη
μσν.-αρχ.
στρατιωτικό σύμβολο («καὶ τὰς χρυσᾱς σημαίας τὰς ἀκίνητους λεγομένας καθελόντες», Πλούτ)
αρχ.
1. το σύμβολο τής μάχης, κόκκινος χιτώνας πάνω από τη σκηνή τού στρατηγού
2. στρατιωτικό σώμα πεζικού
3. εικόνα τού αυτοκράτορα
4. σήμα με το οποίο δηλωνόταν η ταυτότητα και η αποστολή κάποιου
5. σημείο, σημάδι επάνω σε λίθο
6. πανοπλία
7. (κατά τον Ησύχ.) «σημαία
σημεῑον».
[ΕΤΥΜΟΛ. < σῆμα* + κατάλ. -αία / -εία (πρβλ. αντίστοιχα κατάλ. -αῖος / -εῖος). Ο τ. σημεία είναι ο αρχαιότερος, ενώ οι τ. σημέα και σημαία είναι μτγν.].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • σημαία — σημαίᾱ , σημαία fem nom/voc/acc dual σημαίᾱ , σημαία fem nom/voc sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σημαίᾳ — σημαίᾱͅ , σημαία fem dat sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σημαία — η τεμάχιο υφάσματος με το έμβλημα και τα ιδιαίτερα χρώματα κάποιου έθνους ή οργάνωσης: Έπαρση και υποστολή της σημαίας …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • σημαίας — σημαίᾱς , σημαία fem acc pl σημαίᾱς , σημαία fem gen sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σημαίαν — σημαίᾱν , σημαία fem acc sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σημαιῶν — σημαία fem gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σημαῖαι — σημαία fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σημαίαις — σημαία fem dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Ελλάδα - Ιστορία (Βυζάντιο, Τουρκοκρατία) — ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΠΕΡΙΓΡΑΜΜΑ ΤΩΝ ΒΥΖΑΝΤΙΝΩΝ ΧΡΟΝΩΝ Η ιστορία του Βυζαντίου, μακρόχρονη και περιεκτική σε γεγονότα, παρουσιάζει εξαιρετικό ενδιαφέρον. Οικοδομημένη πάνω στα θεμέλια ενός οργανωμένου και ισχυρού ρωμαϊκού κράτους, κατέληξε σε μια δομή καθαρά… …   Dictionary of Greek

  • Ελλάδα - Οικονομία (Νεότεροι χρόνοι) — Η ΟΙΚΟΝΟΜΙΑ ΤΗΣ ΝΕΟΤΕΡΗΣ ΕΛΛΑΔΑΣ Η περίοδος 1830 1992 Η Επανάσταση του 1821 οδήγησε στην επίσημη ίδρυση του νεοελληνικού κράτους, το 1830, κατόπιν της επέμβασης των Προστάτιδων Δυνάμεων (Αγγλίας, Γαλλίας, Ρωσίας). Η χώρα τότε περιελάμβανε την… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”